στερεός

στερεός
και στερρός, -ά, -ό / στερεός και στερρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, -η -ο, και στέριος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.)
2. ισχυρός, δυνατός, γερός, ακλόνητος (α. «στερεός τοίχος» β. «στήλη στερεοῡ λίθου», πάπ.)
3. σταθερός, αμετάβλητος («έχει στέρεα φρονήματα»)
4. ασφαλής
5. το θηλ. ως ουσ. η στερεά
η ξηρά, η στεριά («Στερεά Ελλάδα»)
6. το ουδ. ως ουσ. το στερεό(ν)
(γεωμ.) κάθε σώμα που έχει τρεις διαστάσεις στον χώρο, δηλαδή μήκος, πλάτος, ύψος και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες
7. φρ. «στερεά γωνία» — γωνία η οποία σχηματίζεται από τρία ή περισσότερα επίπεδα που διέρχονται απο ένα σημείο και περατώνονται στις δύο εφεξής τομές τους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. φυσ. α) κάθε σώμα που, λόγω τής συνοχής τών μορίων του, έχει σταθερό όγκο και σχήμα υπό τη συνήθη θερμοκρασία και πίεση
β) σώμα μή υποκείμενο σε παραμορφώσεις υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων
2. φρ. α) «στερεά διαλύματα»
χημ. στερεά ανάλογα τών υγρών διαλυμάτων
β) «στερεά κατάσταση τής ύλης»
(στη φυσικοχημεία) κατάσταση ή φάση τής ύλης κατά την οποία τα σώματα που ανήκουν σε αυτήν παρουσιάζουν σταθερό σχήμα και όγκο υπό δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης
μσν.-αρχ.
μτφ. άκαμπτος, ανένδοτος, ισχυρογνώμονας («σοὶ δ' ἀει κραδίη στερεωτέρη ἐστί λίθοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. πηχτός («τοῡ παιδίου... στερεωτέρας τροφῆς προσδεομένου», Διόδ.)
2. ακμαίος, ρωμαλέος («μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων», Πλάτ.)
3. δεινός, φοβερός, θηριώδης
4. (για γεωμετρικά σώματα και ποσά) κυβικός («ὅταν ὁ τοῡ διαγράμματος ἀριθμὸς γένηται στερεός», Αριστοτ.)
5. (για μέτρα μήκους και επιφάνειας) κανονικός
6. (για ποσό) αυτός που οφείλεται σε είδος («πυροῡ στερεοῡ», πάπ.)
7. (για χρήματα) αυτός που έχει την ίδια ανταλλακτική αξία με εκείνην που είχε όταν αρχικά εξεδόθη, σταθερός («ἀργυρίου στερεά τάλαντα», επιγρ.)
8. καθορισμένος, συγκεκριμένος
9. (στον τ. στερρός) α) σοβαρός ή αυστηρός
β) αυτός που δεν παρέχει ησυχία ή ανάπαυση («νῶτ' ἐν στερροῑς λέκτροισι ταθεῑσα», Ευρ.)
γ) (για υγρό) παγωμένος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερεά
κυβικοί αριθμοί που παριστάνουν σώματα τριών διαστάσεων
11. (το υπερθ. ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. στον τ. στερρός) στερρότατα
με πολλές στερήσεις
12. φρ. α) «στερεά ζῴδια» — ζώδια που συντελούν στη δημιουργία ευνοϊκών καταστάσεων, ιδίως οικονομικών
β) «στερεὴ κοιλίη» — κοιλιά που ενεργείται δύσκολα
γ) «στερρὰ τροφή» — σκληραγώγηση.
επίρρ...
στερεώς και στερρώς / στερεῶς και στερρώς ΝΜΑ, και στερεά και στέρεα Ν
1. κατά τρόπο στέρεο, με σταθερότητα
2. δυνατά
μσν.
στενά, σφιχτά
μσν.-αρχ.
με ισχυρογνωμοσύνη, επίμονα
αρχ.
εντελώς («στερεῶς ἐκθερμανθῆναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στερεός (πιθ. < *στερ-ε[F]ός, πρβλ. ἐτε[F]ός, κενε[F]ός) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster-/*strē- «στερεός, σταθερός, συμπαγής» και συνδέεται με τους γερμ. τ. αρχ. άνω γερμ. staren «κοιτάζω σταθερά» και γερμ. starr «στερεός, αλύγιστος», erstarren «γίνομαι στερεός». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν οι τ. στέρφος*, στηρίζω*, στόρθυγξ*, στρηνής*, στριφνός*. Η ομωνυμία, εξάλλου, που παρατηρείται στα θέματα τού επιθ. στερεός (πρβλ. και στεῖρα «το εξέχον μέρος τής πλώρης») και τής λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πλέον να αποκτήσει παιδιά» (πρβλ. και στέριφος [Ι] / στέριφος [ΙΙ]) δεν αποκλείει το γεγονός οι δύο ρίζες να έχουν κοινή αρχή. Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκε ο τ. στερρός, ο οποίος προήλθε από τον τ. στερεός με συνίζηση τού -ε- σε -j- λόγω τής συμπροφοράς του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική τροπή τού -j- σε -ρ-: στερεός > στερjός> στερρός (πρβλ. Βορέας> Βορjάς> Βορρᾶς). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. στέρεος (με αναβιβασμό τού τόνου) και στέριος (με συνίζηση και αναβιβασμό τού τόνου, πρβλ. καθαρός: καθάριος). Το επίθ. στερεός, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στερεο- και μάλιστα σε σειρά επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. στερεοτυπία < γαλλ. stereotypie, στερεοφωνία < γαλλ. stereophonie)
ΠΑΡ. στερεότητα, στερεῶ(-ώνω)
αρχ.
στερέϊνος, στερεώδης, στέριφος (Ι)
αρχ.-μσν.
στερέμνιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στερεοβάτης, στερεομετρία, στερεοποιώ
αρχ.
στερεοβόας, στερεόδερμος, στερεοειδής, στερεοκαρδία, στερεομέτρης, στερεόμορφος, στερεοπαγής, στερεόσαρχος, στερεόστρακος, στερεόφρων
αρχ.-μσν.
οτερεόπους
μσν.
στερεόφωνος
νεοελλ.
στερεογνωσία, στερεόγραμμα, στερεογραφία, στερεόδετος, στερεοϊσομέρεια, στερεόπλασμα, στερεοσκοπία, στερεοσπόνδυλοι, στερεοστατικός, στερεόσφαιρα, στερεοταξία, στερεοτομία, στερεοτύπης, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχημεία, στερεοχρωμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στερεός, -ή (-ά), -ό — στερεός, ή και ά, ό και στέρεος, η, ο επίρρ. ά και α 1. στερεωμένος: Δεν είναι στερεό αυτό το σπίτι. 2. σταθερός: Δεν έχει στερεό επάγγελμα. 3. συμπαγής, ανθεκτικός: Έχτισε σε στέρεο έδαφος. – Δεν είναι στερεό αυτό το ξύλο που πατάς. 4. «στερεά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεός — firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεά — στερεός firm neut nom/voc/acc pl στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc/acc dual στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεώτερον — στερεός firm adverbial comp στερεός firm masc acc comp sg στερεός firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτάτων — στερεός firm fem gen superl pl στερεός firm masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτέραις — στερεός firm fem dat comp pl στερεωτέρᾱͅς , στερεός firm fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτέρων — στερεός firm fem gen comp pl στερεός firm masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεῶν — στερεός firm fem gen pl στερεός firm masc/neut gen pl στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act masc nom sg στερεόω make firm pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεόν — στερεός firm masc acc sg στερεός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεώτατα — στερεός firm adverbial superl στερεός firm neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”